ραίνω

ραίνω
ῥαίνω ΝΜΑ
περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι
β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ. Σαββάτου)
νεοελλ.
(σχετικά με στερεά) επιπάσσω, πασπαλίζω πάνω σε κάτι, σκορπίζω κάτι σαν βροχή πάνω σε κάποιον (α. «ρόδα και τριαντάφυλλα ραίνω την εορτή σου», λαϊκό δίστιχο
β. «και πιάνει αθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. ραντίζω με νερό
2. διασκορπίζω
3. μτφ. περιβάλλω με κάτι ή γεμίζω με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. ῥαίνω (< *ῥάν-, με επένθεση), θα μπορούσε να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ρίζας *sren- ή *wren- αλλά οι εξαιρετικά αμφίβολες συνδέσεις τού ρ. με τα: ρωσ. ronitĭ και χετιτ. hurnāi- «ραντίζω, καταβρέχω» δεν μπορούν να στηρίξουν έναν τέτοιο συσχετισμό. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση τού ρ. με τον εξίσου άγνωστης ετυμολ. τ. ῥαθάμιγξ «σταγόνα, σταλαγματιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥαίνω — sprinkle pres subj act 1st sg ῥαίνω sprinkle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραίνω — ραίνω, έρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ραίνω — έρανα, ρίχνω σε κάποιον σταγόνες από υγρό ή λουλούδια κτλ.: Τους νεόνυμφους τους έραιναν με λουλούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔρρανται — ῥαίνω sprinkle perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ῥαίνω sprinkle perf ind mp 3rd sg ῥαίνω sprinkle perf ind pass 3rd pl (epic ionic) ἔρρᾱνται , ῥέομαι flow perf ind mp 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρραντο — ῥαίνω sprinkle plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ῥαίνω sprinkle plup ind mp 3rd sg ῥαίνω sprinkle plup ind pass 3rd pl (epic ionic) ἔρρᾱντο , ῥέομαι flow plup ind mp 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαίνῃ — ῥαίνω sprinkle pres subj mp 2nd sg ῥαίνω sprinkle pres ind mp 2nd sg ῥαίνω sprinkle pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔραινον — ῥαίνω sprinkle imperf ind act 3rd pl ῥαίνω sprinkle imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρραινον — ῥαίνω sprinkle imperf ind act 3rd pl ῥαίνω sprinkle imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαινομένων — ῥαίνω sprinkle pres part mp fem gen pl ῥαίνω sprinkle pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαινόμενον — ῥαίνω sprinkle pres part mp masc acc sg ῥαίνω sprinkle pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”